προφητόφθεγκτος

προφητόφθεγκτος
-ον, Μ
αυτός που λέχθηκε από προφήτες, αυτός που περιέχεται σε προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + -φθεγκτος (< φθεγκτός < φθέγγομαι), πρβλ. θεό-φθεγκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προφητοφθεγξία — ἡ, Μ [προφητόφθεγκτος] φρ. «προφητοφθεγξίας πνεύμα» πνεύμα προφητικού λόγου (Μ. Φιλής) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”